αυγουστιάτικος

αυγουστιάτικος
-η, -ο
1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον μήνα Αύγουστο
2. το ουδ. ως ουσ. το αυγουστιάτικο
ποικιλία σταφυλιού με μαύρες στρογγυλές ρώγες που ωριμάζει τον Αύγουστο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αυγουστιάτικος — η, ο του μήνα Αύγουστου: Αυγουστιάτικα σύκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”